πέρπερος

πέρπερος
-ον, Α
αυτός που λέει μεγάλα λόγια και ψευτιές, κενόδοξος, φαντασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μτγν. εμφάνιση τής λ. πέρπερος οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για δάνειο από τα λατ. perperam «ψεύτικα, εσφαλμένα» και perperus «εσφαλμένος, φαύλος», παρά τη σημασιολογική απόσταση τών δύο τύπων. Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. συνδέεται με λιθουαν. pařpti «φουσκώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πέρπερος — vainglorious masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρπερον — πέρπερος vainglorious masc/fem acc sg πέρπερος vainglorious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περπέρους — πέρπερος vainglorious masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρπερα — πέρπερος vainglorious neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρπεροι — πέρπερος vainglorious masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вьртьливъ — (2*) пр. Непостоянный, легкомысленный: и николи же ни о ко(м) же гл҃ше ˫ако сь стропотливъ. а се сь верьтливъ (πέρπερος) ПНЧ XIV, 22г; и цѣлова кр(с)тъ к нима. и вниде въ градъ. и переступи кр(с)тьное цѣлование съ заѹтрь˫а. такъ бо бѩше къ всеи… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • παρεμφάρακτος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀσελγής, πέρπερος» …   Dictionary of Greek

  • περπέρα — και περπέρω, η, Ν φλύαρη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρπερος, κατά τα θηλ. σε α] …   Dictionary of Greek

  • περπερήθρα — η, Ν η περπέρα, η φλύαρη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρπερος «κενόδοξος, φαντασμένος» + επίθημα ήθρα (πρβλ. δακτυλ ήθρα)] …   Dictionary of Greek

  • περπερεύομαι — ΜΑ [πέρπερος] καυχιέμαι, μιλώ ή συμπεριφέρομαι επιδεικτικά και αλαζονικά («ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῡται», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”